Το κτήριο στην οδό Μητσαίων 9
Από πάνω προς τα κάτω:
Φωτογραφία 1: Marie Mauzy
Φωτογραφία 2: Nikos Kaidis
Φωτογραφία 3: Vasilis Theodorou
Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών στεγάζεται σε ένα διατηρητέο νεοκλασικό κτήριο που βρίσκεται στη συνοικία Μακρυγιάννη, στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης. Η περιοχή έχει πάρει το όνομά της από τον Στρατηγό Μακρυγιάννη, έναν από τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, ο οποίος είχε στην ιδιοκτησία του ένα κτήμα στην περιοχή. Το κτήριο στην οδό Μητσαίων 9 σχεδιάστηκε από τον Φίλιππο Οικονόμου ως κατοικία για την οικογένεια των Ισιδωρίδων που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο επικεφαλής της οικογένειας, ο Ηρακλής Π. Ισιδωρίδης, ήταν ένας εύπορος επιχειρηματίας που έκανε εισαγωγή δερμάτων και άλλων υλικών από την Αγγλία και την Αμερική για την κατασκευή υποδημάτων.
Η ακριβής χρονολογία ανέγερσης του κτηρίου είναι άγνωστη. Ο Μάνος Γ. Μπίρης, καθηγητής αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο Αθηνών, χρονολογεί το κτήριο στο 1914 σε ένα από τα βιβλία του. Ωστόσο, υπάρχει ένα έγγραφο στο αρχείο του Ινστιτούτου, το οποίο αναφέρει ότι το οικόπεδο αγοράστηκε από τον Ισιδωρίδη το 1919. Σύμφωνα με τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας, τον Πέτρο Η. Ισιδωρίδη, η κατασκευή του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1920 ή πιθανώς το 1924.
Στιλιστικά το κτήριο ανήκει στην τελευταία φάση του αθηναϊκού νεοκλασικισμού (1890–1925). Συνεπώς είναι ένα από τα τελευταία κτήρια στην Αθήνα που χτίστηκε σε αυτό το στιλ, το οποίο ήταν δημοφιλές στις ελληνικές πόλεις μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό το 1830. Στιλιστικά στοιχεία εμπνευσμένα από τα αρχαία κτήρια της Ακρόπολης αποτέλεσαν έναν ξεκάθαρο τρόπο εκδήλωσης της αναγεννημένης ελληνικής ταυτότητας.
Ο ύστερος νεοκλασικισμός στην Αθήνα εξελίχθηκε σε εκλεκτικό στιλ. Από το 1910 οι προσόψεις των κτηρίων άρχισαν να συνδυάζουν νεοκλασικά στοιχεία με άλλες στιλιστικές τάσεις. Το κτήριο στην οδό Μητσαίων 9 ενσωματώνει για παράδειγμα γνωρίσματα από νέο-μπαρόκ στην πλούσια διακόσμηση της πρόσοψης. Η στρογγυλεμένη γωνία καθώς και το μονόχρωμο γκριζωπό λευκό χρώμα έρχεται σε αντίθεση με το νεοκλασικό τρόπο υπογράμμισης των στοιχείων στήριξης του κτηρίου με πολυχρωμία και μέσω της τριμερούς διαίρεσης των προσόψεων. Επίσης, εντοπίζονται νέο-αναγεννησιακά χαρακτηριστικά στο κτήριο, όπως για παράδειγμα ο εκλεκτικισμός της βάσης του κτηρίου και οι φεγγίτες επάνω από τις μπαλκονόπορτες του πρώτου ορόφου. Ίσως να έχουν εμπνευστεί από τις επισεσυρμένες αψίδες. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο αρχιτέκτονας Οικονόμου κατάφερε να δημιουργήσει ένα κτήριο, το οποίο παρά τη βαριά και μερικές φορές εκλεκτική διακόσμηση, δίνει μια εντύπωση αρμονίας και ισορροπίας.
Παρά τα στοιχεία αυτά, το κτήριο είναι αναμφίβολα ριζωμένο στην παράδοση του ύστερου αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένο, ως αποτέλεσμα της τεχνογνωσίας των τεχνιτών και των εργατών με βάση τις απαιτήσεις του νεοκλασικού στιλ, το οποίο συναντούσες σε πολλές πολυτελείς οικίες εκείνης της εποχής. Ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος του οικήματος με λεπτομέρειες από μάρμαρο, σοβά, δρυ, και κρύσταλλο εξακολουθούν να μαρτυρούν την ικανότητα των τεχνιτών.
Παρόλο που το κτήριο έχει χρησιμοποιηθεί από καιρό ως ερευνητικό και εκπαιδευτικό ίδρυμα, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις στο εσωτερικό του που αποδεικνύουν ότι κάποτε κατασκευάστηκε ως κατοικία για μια εύπορη οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Τα μικρά δωμάτια στο υπόγειο που χρησιμοποιούνται σήμερα ως αίθουσα διδασκαλίας και σιδερωτήριο, χρησίμευαν ως υπνοδωμάτια των τριών υπηρετριών της οικογένειας. Η κουζίνα στο υπόγειο ήταν αποθήκη τροφίμων και απέναντι από το διάδρομο ήταν το κελάρι κρασιών, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως λεβητοστάσιο. Το κάρβουνο για τα τζάκια φυλάσσονταν επίσης στο υπόγειο, όπως και η Rolls Royce της οικογένειας. Στο ισόγειο, η κουζίνα και η τραπεζαρία βρίσκονταν στα αριστερά του χολ, ενώ στη δεξιά πλευρά υπήρχαν τρεις αίθουσες υποδοχής. Σήμερα στεγάζουν την αίθουσα διαλέξεων και τη βυζαντινή βιβλιοθήκη Gustav Karlsson. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια και ένα δωμάτιο στο οποίο μελετούσαν τα παιδιά της οικογένειας. Σήμερα αυτοί οι χώροι χρησιμοποιούνται ως κουζίνα για το προσωπικό, γραφεία για τον Διευθυντή και τον Υποδιευθυντή, και διαμέρισμα για τον σπουδαστή που έχει λάβει την υποτροφία. Τα σημερινά δωμάτια των ξένων στον επάνω όροφο ανήκουν στο αρχικό σχέδιο του κτηρίου, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ως ντουλάπες και πλυσταριό κατά την εποχή του Ισιδωρίδη. Εκείνο τον καιρό, οι υπηρέτριες που εργάζονταν στον επάνω όροφο ίσως να είχαν θέα έως το Φάληρο και να απολάμβαναν το απαλό αεράκι από τη θάλασσα.
Η οικία της οδού Μητσαίων 9 πωλήθηκε στην οικογένεια Πάκη το 1940. Οι Γερμανοί επέταξαν το κτήριο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι νέοι ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να ζήσουν στο υπόγειο για αρκετά χρόνια. Μετά τον πόλεμο άνοιξαν την «Πανσιόν Πάκης» η οποία λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950.
Το κτήριο περιήλθε σε σουηδική ιδιοκτησία το 1960, όταν αγοράσθηκε από την Ευαγγελική Ισραηλινή Αποστολή του Μάλμε. Η Greta Karlsson, η οποία είχε υπάρξει ιεραπόστολος και είχε μείνει στο σπίτι ως επισκέπτης, ανέλαβε την πρωτοβουλία για την απόκτησή του. Ο οργανισμός προσέφερε καταφύγιο στους Ρώσους Εβραίους στη διαδρομή για το Ισραήλ. Έκανε επίσης φιλανθρωπικό έργο στην Ελλάδα και εκπαίδευε νεαρά κορίτσια για να σταλθούν ως οικιακές βοηθοί στην Αυστραλία.
Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών αγόρασε το κτήριο το 1975 με πρωτοβουλία του τότε διευθυντή Pontus Hellström. Η αγορά κατέστη δυνατή με την πώληση των πρώην εγκαταστάσεων του Ινστιτούτου στην οδό Βουκουρεστίου στο Κολωνάκι και με μια γενναιόδωρη δωρεά από το Ίδρυμα Knut και Alice Wallenberg. Ανακαινίστηκε πλήρως τα έτη 1996-1997, αφότου οι περ. 35.000 τόμοι που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου μεταφέρθηκαν στη Βιβλιοθήκη Βορείων Χωρών που άνοιξε στο ίδιο τετράγωνο την ίδια χρονική περίοδο, απελευθερώνοντας έτσι χώρο για την σημερινή αίθουσα διαλέξεων.