Ασέα, Αρκαδία (1936–1938, 1994–1996, 1997, 2000–2012)

2020-06-04


Η κοιλάδα της Ασέας βρίσκεται ανάμεσα στις αρχαίες πόλεις της Τεγέας και της Μεγαλόπολης στην κεντρική Πελοπόννησο. Η ίδια η πόλη της Ασέας, μια ανεξάρτητη πόλη το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον 6ο και 3ο αιώνα π.Χ., βρισκόταν πάνω και γύρω από τον ορατό λόφο του Παλαιόκαστρου στην καρδιά της κοιλάδας. Η τοποθεσία της κοιλάδας είναι σημαντική καθώς λειτούργησε ως «κύρια» οδική αρτηρία μεταξύ Κορινθίας και Αργολίδας στα ανατολικά, και της Ολυμπίας στα δυτικά, κατά τους προϊστορικούς και αρχαίους χρόνους. Λόγω ελάχιστων αναφορών στην αρχαία λογοτεχνία, η Ασέα είναι γνωστή κυρίως μέσω των αρχαιολογικών ευρημάτων.

Εικ. 2: Άποψη της κοιλάδας της Ασέας από τον Προφήτη Ηλία.

Εργασίες πεδίου

Η πρώτη σουηδική εργασία πεδίου στην Ασέα πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1936--1938, όταν ο Erik J. Holmberg ανέσκαψε την ακρόπολη, γνωστή ως λόφος του Παλαιόκαστρου. Οι ανασκαφικές εργασίες έφεραν στο φως κατάλοιπα από τη Νεολιθική περίοδο (περ. 7000-3100 π.Χ.) έως τη Μέση Εποχή του Χαλκού (περ. 2000–1600 π.Χ.), καθώς και μεταγενέστερη δραστηριότητα, ιδίως κατά την Ελληνιστική περίοδο. Ο Holmberg αποκάλυψε επίσης τα θεμέλια του Ύστερου Αρχαϊκού δωρικού ναού στον Άγιο Ηλία στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Πάνω από 50 χρόνια αργότερα, οι εργασίες συνεχίστηκαν με την Επιφανειακή Έρευνα στην Κοιλάδα της Ασέας υπό τη διεύθυνση της Δρ. Jeannette Forsén το διάστημα 1994–1996. Οι εργασίες πεδίου αποκάλυψαν αρχαιολογικό υλικό σε έκταση τουλάχιστον 13 εκταρίων πάνω και γύρω από το λόφο του Παλαιόκαστρου και συγκέντρωσαν επίσης πολλές πληροφορίες σχετικά με την ύπαιθρο και τη μορφή του οικισμού. Το 1997, ο ναός στον Άγιο Ηλία διερευνήθηκε ξανά και το 2000 τεκμηριώθηκαν τα οχυρωματικά τείχη της Ασέας. Μεταξύ του 2001 και του 2012 πραγματοποιήθηκαν γεωφυσικές έρευνες πάνω και γύρω από το Παλαιόκαστρο της Ασέας.

Ιστορική αναδρομή και η τοποθεσία

Κατοίκηση επιβεβαιώνεται στην κοιλάδα της Ασέας ήδη από τη Μέση/Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (περ. 40.000 π.Χ.) με τον παλαιότερο οικισμό να βρίσκεται ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του λόφου του Παλαιόκαστρου, σε ένα φυσικό πέρασμα στο τοπίο. Τα ευρήματα αποτελούνται από λίθινα πελεκητά εργαλεία που βρέθηκαν κοντά στον ποταμό Αλφειό και τις πηγές του Αγ. Ιωάννη Μάρνη και της Μεγάλης Βρύσης. Οι κάτοικοι αυτού του οικισμού ζούσαν από το κυνήγι και το ψάρεμα, με τα θηράματα πιθανότατα να περιλαμβάνουν μεγάλα θηλαστικά όπως μαμούθ, κατάλοιπα των οποίων βρέθηκαν στην κοντινή πεδιάδα της Μεγαλόπολης. Από την Αρχαιότερη Νεολιθική εποχή υπήρχε πιθανώς ένας οικισμός στον λόφο του Παλαιόκαστρου, και τα στοιχεία δείχνουν ότι ο τόπος κατοικήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ακόλουθης Μέσης Νεολιθικής περιόδου. Ο μικρός αριθμός ευρημάτων από τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική εποχή, δηλώνει ότι εκείνη τη χρονική περίοδο ο λόφος είχε εγκαταλειφθεί.

Πλούσιο υλικό από την Πρωτοελλαδική περίοδο (περ. 3100–2000 π.Χ.) δείχνει ότι το Παλαιόκαστρο κατοικήθηκε και πάλι εκείνη τη χρονική περίοδο, πιθανώς με μια διακοπή την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ:1 περίοδο. Τα Μεσοελλαδικά ευρήματα (περ. 2000–1500 π.Χ.) δεν χρονολογούνται πέρα από τη Μεσοελλαδική I–II περίοδο (περ. 3100–2200 π.Χ.). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ οι πρώτες ανασκαφές αποκάλυψαν ελάχιστες ενδείξεις Υστεροελλαδικής (περ. 1600-1070 π.Χ.) κατοίκησης, η έρευνα της δεκαετίας του 1990 έφερε στο φως έναν σημαντικό όγκο υλικών από αυτήν την περίοδο στις πλαγιές, που χρονολογούνται μέχρι την Υστεροελλαδική IIIB περίοδο (περ. 1300–1190 π.Χ.). Αυτό υποδηλώνει ότι ένας σημαντικός οικισμός υπήρχε συνεχόμενα στον λόφο του Παλαιόκαστρου από τη Μέση έως την Υστεροελλαδική περίοδο.

Εικ. 3: Η Ακρόπολη της Ασέας.

Μετά την Εποχή του Χαλκού υπάρχουν ελάχιστα ίχνη από την Υστεροελλαδική IIIC περίοδο έως την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο (περ. 1190–750 π.Χ.). Αυτή η πτώση αντιστοιχεί περίπου σε μια περίοδο περισσότερης υγρασίας και πιθανώς πιο ψυχρών κλιματολογικών συνθηκών μεταξύ 1300–750 π.Χ., όπως αποδεικνύεται από κλιματολογικές μελέτες. Έχει εντοπιστεί λίγο υλικό από την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο, συμπεριλαμβανομένων μεταλλικών αντικειμένων του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ.

Τα πιο σημαντικά αρχαία κατάλοιπα είναι εκείνα ενός δωρικού ναού που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ., και ο οποίος βρίσκεται στον Άγιο Ηλία, περίπου 3,5 χλμ. βορειοδυτικά από το Παλαιόκαστρο και 1100 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, ενώ ο υπάρχων ναός είναι Ύστερος Αρχαϊκός, οι ανασκαφές στο χώρο αποκάλυψαν ίχνη νεότερης δραστηριότητας με σχεδόν αδιάκοπες λατρευτικές πρακτικές από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού έως τους Ελληνιστικούς χρόνους, με περίοδο ακμής κατά την Ύστερη Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο. Τα ίχνη από τις περιόδους μετά την Ελληνιστική εποχή είναι λιγοστά, και αποδεικνύονται μόνο από σποραδικά ευρήματα.

Εικ. 4: Γενική εικόνα του Δωρικού ναού στον Προφήτη Ηλία.

Αρχικά, ο ναός αποτελούνταν από ένα υπαίθριο ιερό. Σε μεταγενέστερο στάδιο κατασκευάστηκε ένας αρχαίος ναός, που αργότερα αντικαταστάθηκε από αυτόν που είναι ορατός σήμερα. Αυτός ο Ύστερος Αρχαϊκός ναός ήταν το μεγαλύτερο κτήριο τέτοιου τύπου στην Αρκαδία που κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από πέτρα, με θεμέλια διαστάσεων γύρω στα 15,00 × 32,50 μ., δηλαδή σχεδόν ακριβώς 100 δωρικά πόδια και με κίονες 6 × 14. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μάρμαρο Δολιανών που εξορύσσεται σχεδόν 30 χλμ. μακριά στο όρος Πάρνωνα στην Τεγέα, χρησιμοποιήθηκε για το ναό, αντανακλώντας μια σημαντική επένδυση εργασίας.

Εικ. 5: Τα κατάλοιπα του Δωρικού ναού στον Προφήτη Ηλία.

Ένας δεύτερος ναός, ο οποίος αποδίδεται από τον Παυσανία (8.44.4) στην Αθηνά Σώτειρα και στον Ποσειδώνα, βρισκόταν στον λόφο της Βίγλας, 4,5 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Ασέας. Αρχικά βρισκόταν εδώ ένας ναός που χρονολογείται γύρω στα 630-620 π.Χ., κατασκευασμένος από ξύλο και πηλό. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκε από έναν ναό κατασκευασμένο από πέτρα, και όπως στην περίπτωση του ναού στον Άγιο Ηλία, χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο Δολιανών. Ένας τρίτος ναός, της Μητέρας των θεών, βρισκόταν σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες πιο κοντά στην ακρόπολη της Ασέας, αλλά αυτό το κτήριο δεν βρέθηκε ποτέ.

Ο οικισμός στο λόφο του Παλαιόκαστρου αναπτύχθηκε σημαντικά τον 6ο αιώνα π.Χ., και τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν σημαντική αύξηση αγροκτημάτων κατά τη διάρκεια της Κλασικής εποχής. Εκείνη τη χρονική περίοδο, η πόλη της Ασέας πρέπει να είχε υπό τον έλεγχο της μια έκταση περίπου 60 km2 με πληθυσμό πιθανότατα 2000-3000 ανθρώπων. Βάσει αυτών και των γραπτών πηγών, θεωρείται επίσης ότι η Ασέα έγινε ανεξάρτητη πόλη γύρω στο 500 π.Χ., αν και η κατασκευή των αρχαϊκών ναών σίγουρα υποδηλώνει ότι υπήρχε κάποιο είδος πολιτικής οργάνωσης από πιο νωρίς.

Αργότερα στην Κλασική περίοδο, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., η ακρόπολη της Ασέας απέκτησε οχυρωματικό τείχος. Η Ασέα ήταν το 370 π.Χ. μεταξύ των πόλεων από τις οποίες μετακινήθηκε ο πληθυσμός για να κατοικήσει στη νέα πόλη της Μεγαλόπολης. Παρ’ όλα αυτά η πόλη συνέχισε να υφίσταται, όπως μαρτυρείται από τον Ξενοφώντα (Ελλ. 7.5.5), ο οποίος αναφέρει την Ασέα ως μια από τις τέσσερεις πόλεις ιδιαίτερης σημασίας στην περιοχή. Προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. τα τείχη της Ασέας επεκτάθηκαν με σκοπό να ενσωματώσουν την κάτω πόλη. Επιπλέον, γεωφυσικές έρευνες έδειξαν ότι εντός των τειχών, η πολεοδομική οργάνωση της κάτω πόλης ακολουθούσε το ορθογώνιο σύστημα με κλασικά οικοδομικά τετράγωνα διαστάσεων γύρω στα 38×56 μ. και απλωνόταν σε σχήμα κωνικό στην  πλαγιά του λόφου του Παλαιοκάστρου. Αυτή η σχεδιασμένη προσέγγιση πιθανώς υιοθετήθηκε τουλάχιστον εν μέρει κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., καθώς τέσσερα από τα τετράγωνα προσαρμόζονται σχεδόν ακριβώς στο ιδανικό πλάτος εκείνη τη χρονική περίοδο (38×38 μ., αποτελούμενο από τέσσερεις οικίες διαστάσεων 18×18 μ. με σοκάκια πλάτους 2 μ. ανάμεσα τους). Κατά την Ελληνιστική περίοδο η Ασέα ανήκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Εικ. 6. Τα τείχη της Ασέας.

Παρά τις επενδύσεις σε έργα υποδομής, συμπεριλαμβανομένων αμυντικών συστημάτων, η πόλη της Ασέας φαίνεται να έχασε την ανεξαρτησία της κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων, τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι η πόλη παράκμασε σταδιακά. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον Στράβωνα (8.3.12), ο οποίος έγραψε την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο ότι η Ασέα ήταν κώμη της Μεγαλόπολης. Πάνω από έναν αιώνα μετά, ο περιηγητής Παυσανίας (8.44.3) αναφέρει ότι η πόλη είχε ερειπωθεί. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, άλλαξε επίσης ένα μεγάλο μέρος του οικισμού γύρω από την Ασέα, καθώς μεγάλα αγροκτήματα, ερμηνευμένα ως αγροτικές επαύλεις (villae rusticae), εμφανίστηκαν από τον 1ο – 2ο αιώνα μ.Χ. και μετά, και άκμασαν κατά τον 4ο – 6ο αιώνα μ.Χ. Αυτές οι επαύλεις βρίσκονταν ως επί το πλείστον σε απόσταση 3–4 χλμ. μεταξύ τους στους χαμηλότερους πρόποδες, κοντά σε πηγές και με θέα τα εύφορα χωράφια. Η παρουσία αρχαιολογικών χώρων σε απόσταση 100–400 μ. γύρω από τις επαύλεις υποδηλώνει εντατική χρήση της γης. Ο λόφος του Παλαιόκαστρου επανοχυρώθηκε κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

Bibliography

Forsén, J. (ed.), Agios Elias of Asea, Arcadia. From early sanctuary to Medieval village (ActaAth-4°, 58:1), Stockholm, 2021.

Forsén, J., H. Mommsen & C. Shriner 2017. ‘Some preliminary remarks concerning a neutron activation analysis (NAA) study and fabric correlation of ceramic samples from Asea in Arcadia, Greece’, in Speira. Festschrift for A. Dousougli & K. Zachos, ed. E. Mermenka, Athens, 91–108.

Forsén, J., T. Smekalova & Esko Tikkala 2017. ’The lower city of Asea, Arcadia. Results from a geophysical project 2001-2012’, Opuscula 10, 153–163.

Unkel, I., A. Schimmelmann, C. Shriner, J. Forsén, C. Heymann & H. Brückner 2014. ’The environmental history of the last 6500 years in the Asea valley (Peloponnese, Greece) and its linkage to the local archaeological record’, in Annals of Geomorphology 58 (Suppl. 2), 89–107.

Forsén, J. 2008. ‘The Asea valley from the Neolithic period to the Early Bronze Age’, in The Aegean in the Neolithic, Chalcolithic and the Early Bronze Age. Proceedings of the International Symposium held in Urla-Izmir (Turkey), 12–19 October 1997, in Ankara University. Research Center For Maritime Archaeology 1, eds. H. Erkanal, H. Hauptmann, V. Sahoglu & R. Tuncel, Ankara, 191–196.

Forsén, J. & B. Forsén 2003, The Asea valley survey. An Arcadian mountain valley from the Palaeolithic period until modern times (ActaAth- 4°, 51), Stockholm.

Forsén, J., B. Forsén & L. Karlsson 2005. ’Recent research concerning the walls of Asea’, in Ancient Arcadia. Papers from the Third International Seminar on Ancient Arcadia, held at the Norwegian Institute at Athens, 7-10.5. 2002 (Papers from the Norwegian Institute at Athens, 8), ed. E. Østby, Athens, 307–319.

Forsén, J. & E. Alram-Stern 2001–2002. ‘The Asea valley survey 1994-1996: The Neolithic and Early Bronze Age periods’, in The Proceedings from the 6th International congress of Peloponnesian Studies, Tripolis 10–12.9.2000, Athens, 17–24.

Forsén, J. & B. Forsén & L. Karlsson 2002. ‘The walls of Asea’, OpAth 27, 83–104.

Forsén, J., B. Forsén & E. Østby 1999. ‘The sanctuary of Agios Elias — Its significance, and its relations to surrounding sanctuaries and settlements’, in Defining Ancient Arkadia (Acts of the Copenhagen Polis Centre, 6), Copenhagen, 169–191.

Forsén, J.1998. ‘The Asea valley from Archaic to Hellenistic times’, in The Proceedings of the 5th International congress of Peloponnesian Studies, Argos-Nauplion 6-10.9.1995, T. 2, Athens, 289–297.

Forsén, J. 1997. ‘Prehistoric Asea revisited’, OpAth 21, 41–72.

Forsén, J., B. Forsén & M. Lavento  1997. ‘The Asea valley survey - a preliminary report of the 1994 Season’, OpAth 21, 73–97.

Forsén & B. Forsén 1997. ‘The polis of Asea - A case-study of how archaeology can expand our knowledge of the history of a polis’, Papers from the Copenhagen Polis Centre (Historia Einzelschriften, 117), 163–176.

Εικ. 1: Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου της Ασέας. Με κόκκινη γραμμή επισημαίνονται οι Ύστερες Κλασικές και Ελληνιστικές οχυρώσεις (Αρχικός χάρτης: δορυφορική εικόνα του Google Maps).


Εκτύπωση στις: 2024-03-29
Από την ιστοσελίδα: Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών
https://www.sia.gr/el/sx_PrintPage.php?tid=357&export=print