Το Ινστιτούτο

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή της σουηδικής αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα

Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών ιδρύθηκε το 1946 και εγκαινιάστηκε δύο χρόνια αργότερα. Η τελετή εγκαινίων πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 1948 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Οι πρώτες εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου βρίσκονταν στην οδό Βουκουρεστίου 29. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το Ινστιτούτο άνοιξε τις πόρτες του κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου. Δυο παράγοντες υπήρξαν καθοριστικοί: οι Σουηδικές αρχαιολογικές έρευνες την περίοδο του μεσοπολέμου, και η βοήθεια του σουηδικού Ερυθρού Σταυρού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η σημασία της μελέτης αρχαιολογικών καταλοίπων με στόχο την έρευνα για τους αρχαίους πολιτισμούς, ήρθε στο προσκήνιο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Μελετητές που ενδιαφέρονταν για τους κλασικούς πολιτισμούς κατέφθαναν στη Μεσόγειο για να επισκεφτούν ανασκαφές που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Οι σημαντικότεροι Σουηδοί επιστήμονες που ταξίδεψαν στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν οι Einar Löfstedt Sr., Julius Centerwall, και Johan Bergman.

Ο Einar Löfstedt επισκέφθηκε την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία την περίοδο 1876–1877. Συμμετείχε στις γερμανικές ανασκαφές στην Ολυμπία και είδε τον Heinrich Schliemann να ξεθάβει χρυσό από τους λακκοειδείς τάφους στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών. Ο Löfstedt ήταν Καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα και κατά την επιστροφή του έδωσε μια ενθουσιώδης διάλεξη στους φοιτητές του για τις εμπειρίες του.

Δέκα χρόνια αργότερα ο Julius Centerwall πραγματοποίησε περίπου το ίδιο ταξίδι. Ήταν δάσκαλος και στη συνέχεια διευθυντής ενός γυμνασίου στην πόλη Σοντερχάμν στην κεντρική Σουηδία. Ήταν επίσης βουλευτής. Στη διαμάχη μεταξύ του Schliemann και των αντιπάλων του, ο Centerwall δεν πήρε θέση. Έκανε γνωστές τις ανακαλύψεις του Schliemann στο σουηδικό κοινό, και έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο για τα ταξίδια του στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, Från Hellas och Levanten (Από την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο), το οποίο κυκλοφόρησε το 1888.

Ο Johan Bergman ήταν επίσης δάσκαλος και βουλευτής. Επισκέφτηκε την Ελλάδα τη δεκαετία του 1890 και ήταν της άποψης ότι η Σουηδία θα πρέπει να συμβάλλει στην έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και στο πλαίσιο αυτό να ιδρύσει ένα ερευνητικό ινστιτούτο στην Αθήνα.

Tο ενδιαφέρον για τα αρχαία υλικά κατάλοιπα ως πηγή γνώσης του αρχαίου πολιτισμού οδήγησε στις πρώτες σουηδικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ανασκαφής το καλοκαίρι του 1894, ο Lennart Kjellberg και ο Sam Wide διερεύνησαν το Ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία, στον Πόρο. Σχεδόν 30 χρόνια πέρασαν πριν γίνει η επόμενη ανασκαφή από Σουηδούς αρχαιολόγους στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, το 1909, δημιουργήθηκαν οι δυο πρώτες έδρες Κλασικής Αρχαιολογίας στα πανεπιστήμια Λουντ και Ουψάλα. Έτσι, τέθηκε η βάση για μεγαλύτερη συμμετοχή σε αρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, Σουηδοί ερευνητές εργάστηκαν σε πολλά μεγάλα έργα στην Ελλάδα: Ασίνη, Δενδρά, Μιδέα, Μπερμπάτι, Μάλθη και Ασέα. Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν παρότι η Σουηδία δεν είχε ένα δικό της αρχαιολογικό ινστιτούτο στην Αθήνα. Η Σουηδία επέλεξε αρχικά να ιδρύσει ένα ινστιτούτο στη Ρώμη το 1926, πιθανώς επειδή τα Λατινικά ήταν πιο σημαντικό μάθημα στα τότε σουηδικά γυμνάσια από τα Αρχαία Ελληνικά. Ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στη Σουηδία σε κάποιο βαθμό μέσω του ρωμαϊκού.

Τη δεκαετία του 1940, μια ομάδα ακαδημαϊκών και επιχειρηματιών μαζί με τον Σουηδό Πρίγκιπα Gustaf Adolf, εμπνευστή των ανασκαφών στην Ασίνη και θαυμαστή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πρότειναν την ίδρυση ενός δεύτερου σουηδικού ινστιτούτου στη Μεσόγειο. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι καθηγητές Axel Boëthius, Einar Gjerstad και Axel W. Persson, καθώς και ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Σουηδικής Orient Line, Herbert Jacobsson, και ο εκπρόσωπός της στην Ελλάδα, Γενικός Πρόξενος Ευγένιος Ευγενίδης. Στη συνέχεια, στις 25 Απριλίου 1946 στο Βασιλικό Ανάκτορο της Στοκχόλμης, συγκροτήθηκε το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών.

Ο Ερυθρός Σταυρός στην Ελλάδα

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, κατάφερε να αποκτήσει άδεια για τη διανομή τροφίμων στον λιμοκτονούντα ελληνικό πληθυσμό. Ως ουδέτερες χώρες, η Ελβετία και η Σουηδία ανέλαβαν τη διανομή προμηθειών. Πολλοί από τους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού της Σουηδίας ήταν αρχαιολόγοι με αρκετά χρόνια εμπειρίας στην Ελλάδα. Μιλούσαν ελληνικά και γνώριζαν τη γεωγραφία και τα έθιμα της χώρας. Ο διασημότερος από αυτούς ήταν ο Axel W. Persson, από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ο οποίος είχε ηγηθεί των ανασκαφών σε Ασίνη, Δενδρά, Μιδέα και Μπερμπάτι. Είχε ζήσει για δυο χρόνια στην Τρίπολη της Αρκαδίας με τη σύζυγό του Elsa Segerdahl, η οποία ήταν γιατρός. Από εκεί ξεκίνησε μια παράδοση που ήθελε κάθε νέο Σουηδό εκπρόσωπο που θα έπαιρνε θέση στην Ελλάδα, να περνάει από την Τρίπολη.

Το Ινστιτούτο στεγάστηκε αρχικά σε δυο διαμερίσματα στην οδό Βουκουρεστίου 29. Καθώς οι δραστηριότητες του Ινστιτούτου αυξάνονταν, η ανάγκη για περισσότερο χώρο είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθεί το 1976 στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Μητσαίων 9, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Ο πρώτος Διευθυντής του Ινστιτούτου, Erik Holmberg, έλαβε τον τίτλο Directeur d’Études. Η Σουηδική κυβέρνηση έδωσε την πρώτη της επιχορήγηση στο Ινστιτούτο το 1959, ενώ το 1966 ήταν σε θέση να απονείμει την πρώτη ετήσια υποτροφία του. Ένας Υποδιευθυντής διορίστηκε για πρώτη φορά το 1987, ωστόσο η θέση αυτή έγινε μόνιμη δέκα χρόνια αργότερα.

×
×

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies με στόχο την βελτιστοποίηση της online εμπειρίας σας

Περισσότερα